Μάνο ανταποκρινόμενος στην πρόσκληση παραθέτω ένα απόσπασμα από το τελευταίο μου βιβλίο 'ΟΙ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΕΣ ΟΨΕΙΣ ΤΗΣ ΚΑΡΜΕΝ':
"Ο Γάλλος συνθέτης George Bizet γεννήθηκε στο Παρίσι στις 25 Οκτωβρίου 1838 και πέθανε εκεί στις 3 Ιουνίου 1875. Μεγάλωσε σε κατάλληλο μουσικό οικογενειακό περιβάλλον όπου η κλίση του για τη μουσική φάνηκε από νωρίς. Στην εξαιρετικά μικρή ηλικία των εννέα ετών μπήκε στο Ωδείο του Παρισιού. Οι πρώτες κιόλας συν¬θέσεις του κέρδισαν αρκετά βραβεία. Με το Prix de Rome το 1857, εξασφάλισε πενταετή υποτροφία στην Ιταλία, όπου και γνώρισε από κοντά τον ιταλικό τρόπο ζωής που τον επηρέασε σε μεγάλο βαθμό. Γρήγορα όμως αντιλήφθηκε ότι τα πολλά βραβεία δεν συνεπάγονταν ούτε καλλιτεχνική ούτε οικονομική επιτυχία. Το 1860, και σε ηλικία 22 ετών, μετά από νίκη σε διαγωνισμό, ο Bizet ανεβάζει στο Theatre-Lyrique την πρώτη από τις εξωτικές του όπερες, Les Pecheurs des Perles (Οι Αλιείς Μαργαριταριών) και αργότερα, το 1867, την La Jolie Fille de Perth (Η Ωραία Κόρη του Περθ).
Ο Bizet διέθετε ένα ρομαντικό ένστικτο για εξωτικά θέματα και για χώρες που ποτέ του δεν επισκέφθηκε αλλά υπήρχαν πολύ ζωντανά μέσα στη φαντασία του, όπως η Κεϋλάνη, η Σκωτία και η Ισπανία. Όσον αφορά την τελευταία, δεν αποτελεί καθόλου υπερβολή ότι την πιο ωραία ισπανική μουσική την έγραψαν Γάλλοι και Ρώσοι συνθέτες, όπως για παράδειγμα ο Debussy, o Lalo, και ο Rimsky-Korsakov. Και σίγουρα ο Bizet έγραψε την καλύτερη ισπανική μουσική.
Το 1874 και ένα χρόνο πριν φτάσει στο τέλος της η σύντομη ζωή του, γράφει την Κάρμεν, η οποία θεωρείται ότι αποτελεί και τη δόξα του, τον αδιαμφισβήτητο θρίαμβό του. Όμως πέραν τούτου, για το ευρύτερα φιλόμουσο κοινό έχει τη φήμη της πλέον δημοφιλούς όπερας στον κόσμο. Όσον δε για τους ειδικούς, εξακολουθεί να διατηρεί μέχρι και σήμερα την αρχική της φρεσκάδα και φινέτσα. Όταν όμως παίχτηκε στην Opera-Comique το 1875, προκάλεσε σοκ στο κοινό της εποχής που σκανδαλίστηκε απ' τη χυδαία ιστορία πάθους και εγκλήματος των Ισπανών ‘κατώτερης’ τάξης. Ο διευθυντής της Όπερας, Camille du Locle, ούτε που ήθελε καλά-καλά να την ανεβάσει. Πίστευε ότι δεν θα είχε επιτυχία. Η μουσική τού δημιουργούσε αμηχανία, το δε λιμπρέτο, με την ‘κυνική του ανηθικότητα’, τρόμο, διότι η υπόθεση της όπερας ήταν απρεπής και απεικόνιζε μιαν αντιηρωίδα με τραγικό τέλος! Όλα αυτά ήταν ασυμβίβαστα με την ‘αξιοπρέπεια’ της Opera-Comique, ενός οικογενειακού θεάτρου της αστικής τάξης! Και φανταστείτε, οι συγγραφείς του λιμπρέτου, Henri Meilhac και Ludovic Halevy, είχαν ήδη κατά πολύ μετριάσει την Κάρμεν όπως γράφτηκε από τον συγ¬γραφέα Prosper Merimee! Βλέπεται, η τσιγγάνα του δεν θα μπορούσε να απεικονιστεί επί σκηνής σε όλη της την αθλιότητα και διαφθορά!! Οι ηθικές, κοινωνικές, πολιτικές και μουσικές ίντριγκες είχαν φτάσει στο αποκορύφωμα πριν από την πρεμιέρα της όπερας. Η Κάρμεν είχε ήδη απορριφθεί πριν καν ανέβει! Ο Τύπος με τη σειρά του, τη θεώρησε μεγάλο σκάνδαλο!! Ο Bizet ήταν ανυποχώρητος στις συνεχείς πιέσεις που δέχονταν από τους ‘ανεπαρκείς’ καλλιτέχνες για τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν στην εκτέλεση του έργου του. Ήταν όμως η μουσική του (και όχι το λιμπρέτο) που έρχεται πιο κοντά στην Κάρ¬μεν του συγγραφέα: Μια τσιγγάνα ατίθαση, με κουρελιασμένα ρούχα, κλέφτρα, μάγισσα, ψεύτρα, σαγηνεύτρα και αποπλανήτρα, αλλά και θύμα, ελεύθερη και μοιρολάτρισσα. Ο εραστής της, ο Don Jose, μαχαιροβγάλτης, επικίνδυνος παράνομος που απαγχονίζεται.
Ο εικοσιεπτάχρονος Γάλλος συγγραφέας Prosper Merimee, επισκέφτηκε τη Σεβίλλη και την Ισπανία το 1830. Όμως χρειάστηκε ένα διάστημα δεκαπέντε ετών κατά το οποίο επισκέφτηκε εκ νέου την Ισπανία και το 1845 έγραψε την Κάρμεν. Ο Merimee είχε ένα πάθος γι’ αυτή τη χώρα. Πράγματα που είδε και έζησε προσωπικά, όπως το καπνεργοστάσιο με τις καπνεργάτριες και η αρένα με τις ταυρομαχίες στη Σεβίλλη, η σχέση του με μια Ανδαλουσιανή τσιγγάνα, την Καρμενσίτα, ο φόνος μιας τσιγγάνας απ' τον ληστή ερωμένο της στη Μάλαγκα, η παρακολούθηση μιας δημόσιας εκτέλεσης, η ιστορία του Βάσκου ληστή Jose και, φυσικά, ο ίδιος ο Merimee, ο αφηγητής, στην Κάρμεν, ένας ταξιδιώτης Γάλλος αρχαιολόγος…
Όλο αυτό το υλικό, με πάμπολλες προσθήκες και αναμίξεις, κόχλαζε για δεκαπέντε χρόνια μέσα του και, τελικά, ξεχείλισε σαν Κάρμεν. Όντως η ιστορία της Κάρμεν δεν είναι παρά ένα ξεχείλισμα. Έτσι λοιπόν και ο Bizet, τριάντα χρόνια αργότερα συνθέτοντας την Κάρμεν, αυτό το εξαιρετικό έργο τέχνης, ξεχείλισε κι αυτός με το ιδιοφυές, δραματικό και μου¬σικό ταλέντο του. Στην Κάρμεν του Merimee είδε το ιδανικό λιμπρέτο για την νέα του όπερα και το ανέθεσε στους Meilhac και Halevy. Βλέποντας όμως να αλλοιώνεται ο χαρακτήρας της ηρωίδας του αποφάσισε να γράψει ο ίδιος τα λόγια της Κάρμεν στην Habanera. Την θαύμαζε και θεωρούσε την χειραφέτηση και ελευθερία ως τα βασικά στοιχεία του χαρακτήρα της τα οποία έπρεπε να αναδειχθούν και όχι να αλλοιωθούν. Αισθανόταν ότι είχε συνθέσει ένα έργο γεμάτο από ζωντάνια, χρώμα και μελωδία. Η επινόηση των μελωδιών, της αρμονίας και του ρυθμού είναι τα στοιχεία που επακριβώς χαρακτηρίζουν την όπερα αυτή και την κάνουν να ξεχωρίζει.
Θέμα γνωστό στη γαλλική λογοτεχνία αποτελεί η ψυχολογία ενός ανεξέλεγκτου πάθους. Και δεν είναι τυχαίο το ότι αυτό ενέπνευσε την μεγαλύτερη από τις γαλλικές όπερες. Σήμερα πιστεύεται ότι η Κάρμεν έφερε στην γαλλική όπερα την ψυχολογία και το ρεαλισμό της καλύτερης γαλλικής πνευματικής παράδοσης. Ήταν σαν ξαφνικά ένας μουσικός Σταντάλ ή Μπαλζάκ να κυριάρχησε στην όπερα. Με την Κάρμεν ο Bizet είχε δημιουργήσει ένα αυθεντικό, δικό του στυλ, που τον κατατάσσει κάπου στο ενδιάμεσο της εξέλιξης της γαλλικής ρομαντικής μουσικής, ανάμεσα στον Berlioz και στον Debussy. Και, πράγματι, και οι δυο τους τον θαύμαζαν.
Όπως ο Shakespeare δεν ταξείδεψε ποτέ στην Ιταλία προκειμένου να γράψει το ‘Ρωμαίος και Ιουλιέτα’ ούτε ο Mozart στην Οθωμανική αυτοκρατορία για να γράψει την όπερα ‘Η Αρπαγή από το Σεράι’, έτσι και ο Bizet, που δεν ταξίδεψε ποτέ νοτιότερα απ' τη Bordeaux, δεν αισθάνθηκε καν την ανάγκη να περάσει τα Πυρηναία και να ταξειδέψει στην Ισπανία για να εμπνευστεί προκειμένου να συνθέσει ένα αριστούργημα χρωμάτων, δράματος και υψηλής μουσικής επινόησης, όπως η Κάρμεν. Χρησιμοποιώντας αυθεντικές ισπανικές μελωδίες και την αίσθηση του ρυθμού και των αρμονιών του φλαμένγκο κατάφερε να απεικονίσει με τον καλύτερο τρόπο την Ισπανία και τους τσιγγάνους. Έτσι, η Habanera και η Aragonaise, σκόπιμα τα πιο "ισπανικά" μουσικά θέματα, βασίζονται σε γνήσια ισπανικά τραγούδια του Ισπανοαμερικανού συνθέτη Sebastian Yradier (El Arreglito) και του Manuel Garcia, αντίστοιχα.
Δεν θα ήταν υπερβολή να πει κανείς πως ολόκληρη η δημιουργική ζωή του Bizet φαίνεται να ήταν τραγικά και μοιραία σχεδιασμένη για την παραγωγή αυτού του υπέροχου αριστουργήματος. Λέγε¬ται πως εκείνο το βράδυ, 3 Ιουνίου 1875, στην Opera-Comique, η σοπράνο Celesine Galli-Marie (η πρώτη Κάρμεν) είχε ένα προαίσθημα μιας επικείμενης, αλλά άγνωστης συμφοράς. Τα μεσάνυχτα, καθώς η αυλαία της τριακοστής πρώτης παράστασης της Κάρμεν έπεφτε, ο Bizet πέθανε! Ο θάνατός του σε ηλικία 36 ετών, όπως του Henry Purcell και του Mozart, θεωρείται ως μια από τις μεγάλες τραγωδίες στην ιστορία της μουσικής, διότι συγκριτικά με αυτούς, ο Bizet δεν πρόλαβε να αναδείξει και να αναπτύξει πλήρως το μεγάλο και ιδιοφυές ταλέντο του. Το μεγάλο κενό που άφησε στην Γαλλική όπερα θα καλύπτονταν τριάντα χρόνια αργότερα με την όπερα του Debussy ‘Pelleas et Melisande’. Δυστυχώς στη Γαλλία δεν υπήρχε κάποιος σαν τον Haydn ή τον Beethoven να συνεχίσει ή να διαδεχθεί τον Bizet όπως είχε γίνει με τον Mozart." Λ.Σ.