Όταν επισκέπτεται κάποιος στο σπίτι του Απόστολου, είναι σαν κάτι έργα στο σινεμά, που όλο πηγαίνεις, πηγαίνεις και κάπου ο δρόμος σταματά… Δεν πάει άλλο… Δεν έχει συνέχεια… Πρέπει να γνωρίζεις το μυστικό πέρασμα που θα σε οδηγήσει στον άλλο κόσμο… στην κάτω η στην πάνω Γη, στο στον Παράδεισο η στην κόλαση…
Έτσι λοιπόν κι εγώ, αφού βρήκα το μυστικό πέρασμα στο τέλος της Ιθάκης (της οδού… μη με λάβετε σαν ξεπεσμένο Οδυσσέα) αντίκρισα ένα ψηλό και παράξενο σπίτι που συνέχιζε στο ίδιο απόκοσμο μοτίβο… Παρκάρισα, σήκωσα το κεφάλι μου ψηλά και είδα αμέτρητα παράθυρα, τα περισσότερα ανοιχτά και φωτισμένα…
Προς στιγμή τρόμαξα και κατέβασα το κεφάλι χαμηλά, πιστεύοντας πως απ’ αυτά τα παράθυρα, κολλημένα στο ψηλό σπίτι, ήταν έτοιμα να ξεπροβάλλουν φρικιά, νέραϊδοι και ξωτικά, τα μισά να μου πετάνε ροδοπέταλα καλώντας με ν’ ανέβω και τ’ άλλα μισά φωτιές και να με ξαποστέλνουν από κει που ήρθα…
Πήρα το θάρρος και ανέβηκα τις σκάλες… Μπήκα σ’ έναν μεγάλο υπέροχο χώρο, ζεστό και συνάμα σοβαρό και αυστηρό… Τα μάτια μου προσπαθούσαν να συνηθίσουν εικόνες και ήχους… Στη μια μεριά το υπέροχο ηχητικό σύστημα, σε πινελιές γκροτέσκο και αβανγκάρντ μαζί… Στην άλλη ντουφέκια πάνω σ’ ένα ξύλινο πίνακα… ένας τεράστιος προβολέας σινεμά από κάτω να επιβεβαιώνει το παραμυθένιο σκηνικό…
Τα πρόσωπα, γνωστά και άγνωστα, χαμογελαστά μέσα στον όμορφο χώρο… Κουβέντες με παλιούς γνώριμους ευχάριστες και αληθινές… Μυρουδιές από καμένο ξύλο, μυρωδάτο καπνό, καπνιστό σολομό, κρασί, αρώματα… Οι φιγούρες και οι κουβέντες ν’ αλλάζουν… Οι νότες απολύτως ταιριαστές με τον χώρο…
Ήρθε η ώρα της επίσημης ακρόασης… Καθίσαμε και ταξιδέψαμε με τις επιλογές του οικοδεσπότη, με τη βροχή να σιγοπέφτει απ’ έξω και το τζάκι να καίει… Ακούσαμε, μιλήσαμε, θαυμάσαμε, ήπιαμε, χορτάσαμε… Με ήχους και εικόνες, με σκέψεις και ιδέες…
Αυτό που μου έμεινε πιο πολύ… οι επιλογές και η φιλοσοφία ενός ξεχωριστού ανθρώπου που με την απλότητα, τη γνώση, την επιμονή και το γούστο του έχει καταφέρει να δώσει ποιότητα στο σύστημα, στις μουσικές του, στο χώρο του και στη ζωή του…