Ξεκινώντας λοιπόν από ενδελεχή αξιολόγηση των εν λόγω ηχείων ο Atkinson εξάγει ένα μέτριο αποτέλεσμα που μάλλον οφείλεται σε distinctly old-fashioned φιλοσοφία σχεδίασης. Από την άλλη η εταιρεία απαντάει με ένα κείμενο το οποίο ξεκινάει κάπως επιθετικά και μέσες άκρες θίγει το review θεωρώντας ότι οι μετρήσεις του Atkinson είναι κόντρα αντίθετες από τις πιστοποιημένες μετρήσεις που έχουν οι ίδιοι από ανηχοικό θάλαμο. Μάλιστα προσπαθώντας να καταγγείλουν την προχειρότητα του stereophile σε αυτό τον τομέα αναφέρουν τις ατέλειες της χρήσης computerized μεθόδων:
The advent of low-cost, computerized, audio measuring systems in the 1990s (to replace paper charts) led to the idea that one could synthesize a quasi-anechoic response on the kitchen table by placing the microphone near to the low/mid-frequency drivers, capturing their nearfield frequency-response measurements and then, at one's leisure, manipulating them mathematically to mimic a true (farfield) anechoic response.
...
The bigger the speaker, the more drive-units, the less reliable the model, and the more confidence one has in the real anechoic measurement
Ενώ ένα σωστά δομημένο μετρητικό αποτέλεσμα πρέπει να γίνεται σε ανηχοικό θάλαμο ο οποίος κοστίζει σύμφωνα με την εταιρεία
«$2000/day to hire a conventional anechoic chamber».
Η μη χρήση σωστών μετρητικών διατάξεων μπορεί, σύμφωνα με την εταιρεία, να οδηγήσει σε εσφαλμένα αποτελέσματα.
Η απάντηση του Atkinson στον κατασκευαστή δείχνει λίγο περίεργη και οδηγεί ίσως σε πρόχειρα συμπεράσματα του τύπου:
«But no one listens in an anechoic chamber. They listen in rooms of varying sizes»
Το οποίο δείχνει και να αποκλίνει από μία κύρια λογική που απαιτεί μέτρηση καθαρή, με καλό εξοπλισμό σε ανηχοικό θάλαμο.